ζευγοτροφώ

ζευγοτροφώ
ζευγοτροφῶ, -έω (Α) [ζευγοτρόφος]
τρέφω, έχω στην κατοχή μου ζεύγος ίππων ή βοδιών («οἱ ζευγοτροφοῡντες ζευγίσιον ἐτέλουν», Πολυδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”